- διαλύτρωσις
- διαλύτρωσις (-εως), η (Α) [λύτρωσις]η απελευθέρωση αιχμαλώτων με την καταβολή λύτρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλύτρωσιν — διαλύτρωσις ransom fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτρώσεως — διαλυτρώσεω̆ς , διαλύτρωσις ransom fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)